πάσο

πάσο
το
1. βήμα, δρασκελιά
2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο»)
5. φρ. α) «με το πάσο μου» — με την ησυχία μου, χωρίς βιασύνη
β) «πηγαίνω πάσο» ή «πάω πάσο» ή, απλώς, «πάσο»
i) (ως χαρτοπαικτικός όρος) δεν μετέχω ως συμπαίκτης σε μία φάση τού παιχνιδιού
ii) δεν θέλω ή δεν μπορώ να αναμιχθώ σε κάτι
γ) «δεν κάνει πάσο» — δεν προοδεύει, έχει μείνει στάσιμος στη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passo «βήμα, πέρασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάσο — το (λ. ιταλ.) 1. βήμα, αργό βάδισμα: Πάει με το πάσο του. 2. παραίτηση από συμμετοχή σε συζήτηση ή φάση χαρτοπαιγνίου: Πάω πάσο, παραιτούμαι, δεν ανακατεύομαι. 3. ειδικό δελτίο για μετακίνηση με μειωμένο εισιτήριο: Οι μαθητές κατά την περίοδο των …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελ Πάσο — (El Paso). Πόλη (563.662 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία Τέξας. Χτισμένο στην αριστερή όχθη του Pίο Γκράντε, σε ύψος 1.147 μ., το Ε.Π. ιδρύθηκε το 1827 και αναπτύχθηκε οικονομικά χάρη στη δημιουργία ενός μεγάλου φράγματος στον ποταμό, που… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο Γκράντε — (Rio Grande). Ποταμός της Βόρειας Αμερικής, που εκβάλλει στον Κόλπο του Μεξικού, αφού ορίσει ολόκληρη τη μεθόριο μεταξύ Τέξας (ΗΠΑ) και Μεξικού (στα ισπανικά ονομάζεται Ρίο Μπράβο ή Ρίο Μπράβο ντελ Νόρτε). Πηγάζει από το νοτιοδυτικό Κολοράδο, στα …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • τέμπο — (ιταλ. tempo). Μουσικός όρος αντίστοιχος με την αγωγή των αρχαίων Ελλήνων. Σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ακριβώς η διάρκεια των φθογγόσημων. Επειδή όμως οι με ονόματα υποδείξεις δεν ήταν δυνατόν να καθορίσουν την ακριβή διάρκεια των …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”